- ανδρολογία
- ἀνδρολογία, η (Α)1. στρατολογία2. κεφαλικός φόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδρολογίαν — ἀνδρολογίᾱν , ἀνδρολογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)